κυριολογία

κυριολογία
κυριολογία, ἡ (Α) [κυριολογώ]
1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους
2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης
3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῡ», Αθανάσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυριολογία — κυριολογίᾱ , κυριολογία proper meaning fem nom/voc/acc dual κυριολογίᾱ , κυριολογία proper meaning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριολογίᾳ — κυριολογίᾱͅ , κυριολογία proper meaning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριολογίας — κυριολογίᾱς , κυριολογία proper meaning fem acc pl κυριολογίᾱς , κυριολογία proper meaning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριολογίαν — κυριολογίᾱν , κυριολογία proper meaning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • κυριολογικός — κυριολογικός, ή, όν (Α) [κυριολογία] αυτός που εκφράζει κάτι καθαρά και με ακρίβεια, αυτός που ακριβολογεί …   Dictionary of Greek

  • ԻՍԿԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0868 Chronological Sequence: 7c գ. κυριολογία prorietas loquendi. Հաւաստաբանութիւն. ճշգրտաբանութիւն. *Զքրիստոս իսկաբանելով. վասն զի գովեստ ձայնի իսկաբանութիւն է. Քեր. քերթ. (որ եւ կոչի անդ՝ բնաբանութիւն) …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”